Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσίζω
προσίημι
προσικετεύω
προσικνέομαι
προσίκτης
προσίκτωρ
προσινής
προσίνομαι
προσιπόω
προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
προσιστορητέον
προσισχύω
προσιτεύω
προσιτός
προσκαθαιρέω
προσκαθαίρω
προσκαθάπτομαι
προσκαθεδρία
προσκαθέζομαι
View word page
προσίστημι
to place near, bring near

ShortDef

to place near, bring near

Debugging

Headword:
προσίστημι
Headword (normalized):
προσίστημι
Headword (normalized/stripped):
προσιστημι
IDX:
75617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75618
Key:

Data

{'content': 'to place near, bring near'}