Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσίζησις
προσίζω
προσίημι
προσικετεύω
προσικνέομαι
προσίκτης
προσίκτωρ
προσινής
προσίνομαι
προσιπόω
προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
προσιστορητέον
προσισχύω
προσιτεύω
προσιτός
προσκαθαιρέω
προσκαθαίρω
προσκαθάπτομαι
προσκαθεδρία
View word page
προσιππεύω
to ride up to, charge

ShortDef

to ride up to, charge

Debugging

Headword:
προσιππεύω
Headword (normalized):
προσιππεύω
Headword (normalized/stripped):
προσιππευω
IDX:
75616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75617
Key:

Data

{'content': 'to ride up to, charge'}