Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσιζάνω
προσίζησις
προσίζω
προσίημι
προσικετεύω
προσικνέομαι
προσίκτης
προσίκτωρ
προσινής
προσίνομαι
προσιπόω
προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
προσιστορητέον
προσισχύω
προσιτεύω
προσιτός
προσκαθαιρέω
προσκαθαίρω
προσκαθάπτομαι
View word page
προσιπόω
appremo
ShortDef
appremo
Debugging
Headword:
προσιπόω
Headword (normalized):
προσιπόω
Headword (normalized/stripped):
προσιποω
IDX:
75615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75616
Key:
Data
{'content': 'appremo'}