Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσιδρύω
προσιζάνω
προσίζησις
προσίζω
προσίημι
προσικετεύω
προσικνέομαι
προσίκτης
προσίκτωρ
προσινής
προσίνομαι
προσιπόω
προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
προσιστορητέον
προσισχύω
προσιτεύω
προσιτός
προσκαθαιρέω
προσκαθαίρω
View word page
προσίνομαι
hurt, injure before

ShortDef

hurt, injure before

Debugging

Headword:
προσίνομαι
Headword (normalized):
προσίνομαι
Headword (normalized/stripped):
προσινομαι
IDX:
75614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75615
Key:

Data

{'content': 'hurt, injure before'}