Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσθυραῖος
προσιατρεύω
προσιδρύω
προσιζάνω
προσίζησις
προσίζω
προσίημι
προσικετεύω
προσικνέομαι
προσίκτης
προσίκτωρ
προσινής
προσίνομαι
προσιπόω
προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
προσιστορητέον
προσισχύω
προσιτεύω
προσιτός
View word page
προσίκτωρ
one that comes to a god, a suppliant

ShortDef

one that comes to a god, a suppliant

Debugging

Headword:
προσίκτωρ
Headword (normalized):
προσίκτωρ
Headword (normalized/stripped):
προσικτωρ
IDX:
75612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75613
Key:

Data

{'content': 'one that comes to a god, a suppliant'}