Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσθύμιος
προσθυραῖος
προσιατρεύω
προσιδρύω
προσιζάνω
προσίζησις
προσίζω
προσίημι
προσικετεύω
προσικνέομαι
προσίκτης
προσίκτωρ
προσινής
προσίνομαι
προσιπόω
προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
προσιστορητέον
προσισχύω
προσιτεύω
View word page
προσίκτης
suppliant
ShortDef
suppliant
Debugging
Headword:
προσίκτης
Headword (normalized):
προσίκτης
Headword (normalized/stripped):
προσικτης
IDX:
75611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75612
Key:
Data
{'content': 'suppliant'}