Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσθροέω
προσθύμιος
προσθυραῖος
προσιατρεύω
προσιδρύω
προσιζάνω
προσίζησις
προσίζω
προσίημι
προσικετεύω
προσικνέομαι
προσίκτης
προσίκτωρ
προσινής
προσίνομαι
προσιπόω
προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
προσιστορητέον
προσισχύω
View word page
προσικνέομαι
to come to, reach

ShortDef

to come to, reach

Debugging

Headword:
προσικνέομαι
Headword (normalized):
προσικνέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσικνεομαι
IDX:
75610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75611
Key:

Data

{'content': 'to come to, reach'}