Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσθοφανής
προσθροέω
προσθύμιος
προσθυραῖος
προσιατρεύω
προσιδρύω
προσιζάνω
προσίζησις
προσίζω
προσίημι
προσικετεύω
προσικνέομαι
προσίκτης
προσίκτωρ
προσινής
προσίνομαι
προσιπόω
προσιππεύω
προσίστημι
προσιστορέω
προσιστορητέον
View word page
προσικετεύω
supplicate besides

ShortDef

supplicate besides

Debugging

Headword:
προσικετεύω
Headword (normalized):
προσικετεύω
Headword (normalized/stripped):
προσικετευω
IDX:
75609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75610
Key:

Data

{'content': 'supplicate besides'}