Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσθλίβω
πρόσθλιψις
προσθόδομος
προσθοφανής
προσθροέω
προσθύμιος
προσθυραῖος
προσιατρεύω
προσιδρύω
προσιζάνω
προσίζησις
προσίζω
προσίημι
προσικετεύω
προσικνέομαι
προσίκτης
προσίκτωρ
προσινής
προσίνομαι
προσιπόω
προσιππεύω
View word page
προσίζησις
adherence

ShortDef

adherence

Debugging

Headword:
προσίζησις
Headword (normalized):
προσίζησις
Headword (normalized/stripped):
προσιζησις
IDX:
75606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75607
Key:

Data

{'content': 'adherence'}