Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσθιγγάνω
πρόσθιος
προσθλάω
προσθλίβω
πρόσθλιψις
προσθόδομος
προσθοφανής
προσθροέω
προσθύμιος
προσθυραῖος
προσιατρεύω
προσιδρύω
προσιζάνω
προσίζησις
προσίζω
προσίημι
προσικετεύω
προσικνέομαι
προσίκτης
προσίκτωρ
προσινής
View word page
προσιατρεύω
give extra treatment to

ShortDef

give extra treatment to

Debugging

Headword:
προσιατρεύω
Headword (normalized):
προσιατρεύω
Headword (normalized/stripped):
προσιατρευω
IDX:
75603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75604
Key:

Data

{'content': 'give extra treatment to'}