Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόσθημα
προσθιγγάνω
πρόσθιος
προσθλάω
προσθλίβω
πρόσθλιψις
προσθόδομος
προσθοφανής
προσθροέω
προσθύμιος
προσθυραῖος
προσιατρεύω
προσιδρύω
προσιζάνω
προσίζησις
προσίζω
προσίημι
προσικετεύω
προσικνέομαι
προσίκτης
προσίκτωρ
View word page
προσθυραῖος
door-keeper
ShortDef
door-keeper
Debugging
Headword:
προσθυραῖος
Headword (normalized):
προσθυραῖος
Headword (normalized/stripped):
προσθυραιος
IDX:
75602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75603
Key:
Data
{'content': 'door-keeper'}