Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσθετος
προσθέω
προσθεωρέω
προσθεωρητέον
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιγγάνω
πρόσθιος
προσθλάω
προσθλίβω
πρόσθλιψις
προσθόδομος
προσθοφανής
προσθροέω
προσθύμιος
προσθυραῖος
προσιατρεύω
προσιδρύω
προσιζάνω
προσίζησις
προσίζω
View word page
πρόσθλιψις
pressure, oppression

ShortDef

pressure, oppression

Debugging

Headword:
πρόσθλιψις
Headword (normalized):
πρόσθλιψις
Headword (normalized/stripped):
προσθλιψις
IDX:
75597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75598
Key:

Data

{'content': 'pressure, oppression'}