Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσθετικός
πρόσθετος
προσθέω
προσθεωρέω
προσθεωρητέον
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιγγάνω
πρόσθιος
προσθλάω
προσθλίβω
πρόσθλιψις
προσθόδομος
προσθοφανής
προσθροέω
προσθύμιος
προσθυραῖος
προσιατρεύω
προσιδρύω
προσιζάνω
προσίζησις
View word page
προσθλίβω
press

ShortDef

press

Debugging

Headword:
προσθλίβω
Headword (normalized):
προσθλίβω
Headword (normalized/stripped):
προσθλιβω
IDX:
75596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75597
Key:

Data

{'content': 'press'}