Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσθέτης
προσθέτησις
προσθετικός
πρόσθετος
προσθέω
προσθεωρέω
προσθεωρητέον
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιγγάνω
πρόσθιος
προσθλάω
προσθλίβω
πρόσθλιψις
προσθόδομος
προσθοφανής
προσθροέω
προσθύμιος
προσθυραῖος
προσιατρεύω
προσιδρύω
View word page
πρόσθιος
the foremost
ShortDef
the foremost
Debugging
Headword:
πρόσθιος
Headword (normalized):
πρόσθιος
Headword (normalized/stripped):
προσθιος
IDX:
75594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75595
Key:
Data
{'content': 'the foremost'}