Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσθετέος
προσθέτης
προσθέτησις
προσθετικός
πρόσθετος
προσθέω
προσθεωρέω
προσθεωρητέον
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιγγάνω
πρόσθιος
προσθλάω
προσθλίβω
πρόσθλιψις
προσθόδομος
προσθοφανής
προσθροέω
προσθύμιος
προσθυραῖος
προσιατρεύω
View word page
προσθιγγάνω
to touch

ShortDef

to touch

Debugging

Headword:
προσθιγγάνω
Headword (normalized):
προσθιγγάνω
Headword (normalized/stripped):
προσθιγγανω
IDX:
75593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75594
Key:

Data

{'content': 'to touch'}