Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσθετέον
προσθετέος
προσθέτης
προσθέτησις
προσθετικός
πρόσθετος
προσθέω
προσθεωρέω
προσθεωρητέον
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιγγάνω
πρόσθιος
προσθλάω
προσθλίβω
πρόσθλιψις
προσθόδομος
προσθοφανής
προσθροέω
προσθύμιος
προσθυραῖος
View word page
πρόσθημα
addition, appendage

ShortDef

addition, appendage

Debugging

Headword:
πρόσθημα
Headword (normalized):
πρόσθημα
Headword (normalized/stripped):
προσθημα
IDX:
75592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75593
Key:

Data

{'content': 'addition, appendage'}