Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσθεσμία
προσθετέον
προσθετέος
προσθέτης
προσθέτησις
προσθετικός
πρόσθετος
προσθέω
προσθεωρέω
προσθεωρητέον
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιγγάνω
πρόσθιος
προσθλάω
προσθλίβω
πρόσθλιψις
προσθόδομος
προσθοφανής
προσθροέω
προσθύμιος
View word page
προσθήκη
an addition, appendage, appendix

ShortDef

an addition, appendage, appendix

Debugging

Headword:
προσθήκη
Headword (normalized):
προσθήκη
Headword (normalized/stripped):
προσθηκη
IDX:
75591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75592
Key:

Data

{'content': 'an addition, appendage, appendix'}