Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόσθεμα
προσθεμέλιον
πρόσθεν
πρόσθεσις
προσθεσμία
προσθετέον
προσθετέος
προσθέτης
προσθέτησις
προσθετικός
πρόσθετος
προσθέω
προσθεωρέω
προσθεωρητέον
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιγγάνω
πρόσθιος
προσθλάω
προσθλίβω
πρόσθλιψις
View word page
πρόσθετος
added, put on
ShortDef
added, put on
Debugging
Headword:
πρόσθετος
Headword (normalized):
πρόσθετος
Headword (normalized/stripped):
προσθετος
IDX:
75587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75588
Key:
Data
{'content': 'added, put on'}