Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσθεάομαι
πρόσθεμα
προσθεμέλιον
πρόσθεν
πρόσθεσις
προσθεσμία
προσθετέον
προσθετέος
προσθέτης
προσθέτησις
προσθετικός
πρόσθετος
προσθέω
προσθεωρέω
προσθεωρητέον
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιγγάνω
πρόσθιος
προσθλάω
προσθλίβω
View word page
προσθετικός
adding: repletive

ShortDef

adding: repletive

Debugging

Headword:
προσθετικός
Headword (normalized):
προσθετικός
Headword (normalized/stripped):
προσθετικος
IDX:
75586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75587
Key:

Data

{'content': 'adding: repletive'}