Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσθαφαίρεσις
προσθαφαιρέω
προσθεάομαι
πρόσθεμα
προσθεμέλιον
πρόσθεν
πρόσθεσις
προσθεσμία
προσθετέον
προσθετέος
προσθέτης
προσθέτησις
προσθετικός
πρόσθετος
προσθέω
προσθεωρέω
προσθεωρητέον
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιγγάνω
πρόσθιος
View word page
προσθέτης
accelerating

ShortDef

accelerating

Debugging

Headword:
προσθέτης
Headword (normalized):
προσθέτης
Headword (normalized/stripped):
προσθετης
IDX:
75584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75585
Key:

Data

{'content': 'accelerating'}