Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσθαυμάζω
προσθαφαίρεσις
προσθαφαιρέω
προσθεάομαι
πρόσθεμα
προσθεμέλιον
πρόσθεν
πρόσθεσις
προσθεσμία
προσθετέον
προσθετέος
προσθέτης
προσθέτησις
προσθετικός
πρόσθετος
προσθέω
προσθεωρέω
προσθεωρητέον
προσθήκη
πρόσθημα
προσθιγγάνω
View word page
προσθετέος
one must attribute

ShortDef

one must attribute

Debugging

Headword:
προσθετέος
Headword (normalized):
προσθετέος
Headword (normalized/stripped):
προσθετεος
IDX:
75583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75584
Key:

Data

{'content': 'one must attribute'}