Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσθαρσέω
προσθαυμάζω
προσθαφαίρεσις
προσθαφαιρέω
προσθεάομαι
πρόσθεμα
προσθεμέλιον
πρόσθεν
πρόσθεσις
προσθεσμία
προσθετέον
προσθετέος
προσθέτης
προσθέτησις
προσθετικός
πρόσθετος
προσθέω
προσθεωρέω
προσθεωρητέον
προσθήκη
πρόσθημα
View word page
προσθετέον
one must add
ShortDef
one must add
Debugging
Headword:
προσθετέον
Headword (normalized):
προσθετέον
Headword (normalized/stripped):
προσθετεον
IDX:
75582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75583
Key:
Data
{'content': 'one must add'}