Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσθάλπω
προσθαρσέω
προσθαυμάζω
προσθαφαίρεσις
προσθαφαιρέω
προσθεάομαι
πρόσθεμα
προσθεμέλιον
πρόσθεν
πρόσθεσις
προσθεσμία
προσθετέον
προσθετέος
προσθέτης
προσθέτησις
προσθετικός
πρόσθετος
προσθέω
προσθεωρέω
προσθεωρητέον
προσθήκη
View word page
προσθεσμία
appointed day
ShortDef
appointed day
Debugging
Headword:
προσθεσμία
Headword (normalized):
προσθεσμία
Headword (normalized/stripped):
προσθεσμια
IDX:
75581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75582
Key:
Data
{'content': 'appointed day'}