Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσθακέω
προσθάλπω
προσθαρσέω
προσθαυμάζω
προσθαφαίρεσις
προσθαφαιρέω
προσθεάομαι
πρόσθεμα
προσθεμέλιον
πρόσθεν
πρόσθεσις
προσθεσμία
προσθετέον
προσθετέος
προσθέτης
προσθέτησις
προσθετικός
πρόσθετος
προσθέω
προσθεωρέω
προσθεωρητέον
View word page
πρόσθεσις
a putting to, application

ShortDef

a putting to, application

Debugging

Headword:
πρόσθεσις
Headword (normalized):
πρόσθεσις
Headword (normalized/stripped):
προσθεσις
IDX:
75580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75581
Key:

Data

{'content': 'a putting to, application'}