Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσθαγενής
προσθακέω
προσθάλπω
προσθαρσέω
προσθαυμάζω
προσθαφαίρεσις
προσθαφαιρέω
προσθεάομαι
πρόσθεμα
προσθεμέλιον
πρόσθεν
πρόσθεσις
προσθεσμία
προσθετέον
προσθετέος
προσθέτης
προσθέτησις
προσθετικός
πρόσθετος
προσθέω
προσθεωρέω
View word page
πρόσθεν
before

ShortDef

before

Debugging

Headword:
πρόσθεν
Headword (normalized):
πρόσθεν
Headword (normalized/stripped):
προσθεν
IDX:
75579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75580
Key:

Data

{'content': 'before'}