Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσθα
προσθαγενής
προσθακέω
προσθάλπω
προσθαρσέω
προσθαυμάζω
προσθαφαίρεσις
προσθαφαιρέω
προσθεάομαι
πρόσθεμα
προσθεμέλιον
πρόσθεν
πρόσθεσις
προσθεσμία
προσθετέον
προσθετέος
προσθέτης
προσθέτησις
προσθετικός
πρόσθετος
προσθέω
View word page
προσθεμέλιον
additional foundation

ShortDef

additional foundation

Debugging

Headword:
προσθεμέλιον
Headword (normalized):
προσθεμέλιον
Headword (normalized/stripped):
προσθεμελιον
IDX:
75578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75579
Key:

Data

{'content': 'additional foundation'}