Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσηχής
προσηῷος
πρόσθα
προσθαγενής
προσθακέω
προσθάλπω
προσθαρσέω
προσθαυμάζω
προσθαφαίρεσις
προσθαφαιρέω
προσθεάομαι
πρόσθεμα
προσθεμέλιον
πρόσθεν
πρόσθεσις
προσθεσμία
προσθετέον
προσθετέος
προσθέτης
προσθέτησις
προσθετικός
View word page
προσθεάομαι
behold

ShortDef

behold

Debugging

Headword:
προσθεάομαι
Headword (normalized):
προσθεάομαι
Headword (normalized/stripped):
προσθεαομαι
IDX:
75576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75577
Key:

Data

{'content': 'behold'}