Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσήπω
προσηρμοσμένως
προσηχέω
προσηχής
προσηῷος
πρόσθα
προσθαγενής
προσθακέω
προσθάλπω
προσθαρσέω
προσθαυμάζω
προσθαφαίρεσις
προσθαφαιρέω
προσθεάομαι
πρόσθεμα
προσθεμέλιον
πρόσθεν
πρόσθεσις
προσθεσμία
προσθετέον
προσθετέος
View word page
προσθαυμάζω
wonder at
ShortDef
wonder at
Debugging
Headword:
προσθαυμάζω
Headword (normalized):
προσθαυμάζω
Headword (normalized/stripped):
προσθαυμαζω
IDX:
75573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75574
Key:
Data
{'content': 'wonder at'}