Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσημαίνω
προσημαντικός
προσημασία
προσημειόομαι
προσημερεύω
προσήμερος
προσήνεια
προσήνεμος
προσηνής
προσήπω
προσηρμοσμένως
προσηχέω
προσηχής
προσηῷος
πρόσθα
προσθαγενής
προσθακέω
προσθάλπω
προσθαρσέω
προσθαυμάζω
προσθαφαίρεσις
View word page
προσηρμοσμένως
fittingly
ShortDef
fittingly
Debugging
Headword:
προσηρμοσμένως
Headword (normalized):
προσηρμοσμένως
Headword (normalized/stripped):
προσηρμοσμενως
IDX:
75564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75565
Key:
Data
{'content': 'fittingly'}