Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσημαι
προσημαίνω
προσημαντικός
προσημασία
προσημειόομαι
προσημερεύω
προσήμερος
προσήνεια
προσήνεμος
προσηνής
προσήπω
προσηρμοσμένως
προσηχέω
προσηχής
προσηῷος
πρόσθα
προσθαγενής
προσθακέω
προσθάλπω
προσθαρσέω
προσθαυμάζω
View word page
προσήπω
make to rot before

ShortDef

make to rot before

Debugging

Headword:
προσήπω
Headword (normalized):
προσήπω
Headword (normalized/stripped):
προσηπω
IDX:
75563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75564
Key:

Data

{'content': 'make to rot before'}