Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσήδομαι
προσηκόντως
προσήκω
προσηλιάζομαι
προσήλιος
προσηλόω
προσηλύτευσις
προσηλυτεύω
προσήλυτος
προσήλωσις
πρόσημαι
προσημαίνω
προσημαντικός
προσημασία
προσημειόομαι
προσημερεύω
προσήμερος
προσήνεια
προσήνεμος
προσηνής
προσήπω
View word page
πρόσημαι
to be seated upon

ShortDef

to be seated upon

Debugging

Headword:
πρόσημαι
Headword (normalized):
πρόσημαι
Headword (normalized/stripped):
προσημαι
IDX:
75553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75554
Key:

Data

{'content': 'to be seated upon'}