Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσηγορικός
προσήγορος
προσήδομαι
προσηκόντως
προσήκω
προσηλιάζομαι
προσήλιος
προσηλόω
προσηλύτευσις
προσηλυτεύω
προσήλυτος
προσήλωσις
πρόσημαι
προσημαίνω
προσημαντικός
προσημασία
προσημειόομαι
προσημερεύω
προσήμερος
προσήνεια
προσήνεμος
View word page
προσήλυτος
a new arrival, stranger, convert
ShortDef
a new arrival, stranger, convert
Debugging
Headword:
προσήλυτος
Headword (normalized):
προσήλυτος
Headword (normalized/stripped):
προσηλυτος
IDX:
75551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75552
Key:
Data
{'content': 'a new arrival, stranger, convert'}