Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσηγορία
προσηγορικός
προσήγορος
προσήδομαι
προσηκόντως
προσήκω
προσηλιάζομαι
προσήλιος
προσηλόω
προσηλύτευσις
προσηλυτεύω
προσήλυτος
προσήλωσις
πρόσημαι
προσημαίνω
προσημαντικός
προσημασία
προσημειόομαι
προσημερεύω
προσήμερος
προσήνεια
View word page
προσηλυτεύω
live in as a newcomer, immigrant
ShortDef
live in as a newcomer, immigrant
Debugging
Headword:
προσηλυτεύω
Headword (normalized):
προσηλυτεύω
Headword (normalized/stripped):
προσηλυτευω
IDX:
75550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75551
Key:
Data
{'content': 'live in as a newcomer, immigrant'}