Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσηγόρημα
προσηγορητικόν
προσηγορία
προσηγορικός
προσήγορος
προσήδομαι
προσηκόντως
προσήκω
προσηλιάζομαι
προσήλιος
προσηλόω
προσηλύτευσις
προσηλυτεύω
προσήλυτος
προσήλωσις
πρόσημαι
προσημαίνω
προσημαντικός
προσημασία
προσημειόομαι
προσημερεύω
View word page
προσηλόω
to nail, pin
ShortDef
to nail, pin
Debugging
Headword:
προσηλόω
Headword (normalized):
προσηλόω
Headword (normalized/stripped):
προσηλοω
IDX:
75548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75549
Key:
Data
{'content': 'to nail, pin'}