Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορητικόν
προσηγορία
προσηγορικός
προσήγορος
προσήδομαι
προσηκόντως
προσήκω
προσηλιάζομαι
προσήλιος
προσηλόω
προσηλύτευσις
προσηλυτεύω
προσήλυτος
προσήλωσις
πρόσημαι
προσημαίνω
προσημαντικός
προσημασία
View word page
προσηλιάζομαι
to be exposed to the sun

ShortDef

to be exposed to the sun

Debugging

Headword:
προσηλιάζομαι
Headword (normalized):
προσηλιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσηλιαζομαι
IDX:
75546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75547
Key:

Data

{'content': 'to be exposed to the sun'}