Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσζωννύω
πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορητικόν
προσηγορία
προσηγορικός
προσήγορος
προσήδομαι
προσηκόντως
προσήκω
προσηλιάζομαι
προσήλιος
προσηλόω
προσηλύτευσις
προσηλυτεύω
προσήλυτος
προσήλωσις
πρόσημαι
προσημαίνω
προσημαντικός
View word page
προσήκω
to have come; to belong to, to fit
ShortDef
to have come; to belong to, to fit
Debugging
Headword:
προσήκω
Headword (normalized):
προσήκω
Headword (normalized/stripped):
προσηκω
IDX:
75545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75546
Key:
Data
{'content': 'to have come; to belong to, to fit'}