Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσζητέω
προσζωννύω
πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορητικόν
προσηγορία
προσηγορικός
προσήγορος
προσήδομαι
προσηκόντως
προσήκω
προσηλιάζομαι
προσήλιος
προσηλόω
προσηλύτευσις
προσηλυτεύω
προσήλυτος
προσήλωσις
πρόσημαι
προσημαίνω
View word page
προσηκόντως
suitably, fitly, duly

ShortDef

suitably, fitly, duly

Debugging

Headword:
προσηκόντως
Headword (normalized):
προσηκόντως
Headword (normalized/stripped):
προσηκοντως
IDX:
75544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75545
Key:

Data

{'content': 'suitably, fitly, duly'}