Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσζευξις
προσζημιόω
προσζητέω
προσζωννύω
πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορητικόν
προσηγορία
προσηγορικός
προσήγορος
προσήδομαι
προσηκόντως
προσήκω
προσηλιάζομαι
προσήλιος
προσηλόω
προσηλύτευσις
προσηλυτεύω
προσήλυτος
προσήλωσις
View word page
προσήγορος
addressing, accosting

ShortDef

addressing, accosting

Debugging

Headword:
προσήγορος
Headword (normalized):
προσήγορος
Headword (normalized/stripped):
προσηγορος
IDX:
75542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75543
Key:

Data

{'content': 'addressing, accosting'}