Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσέχω
προσεψία
προσέψω
προσεωλίζομαι
προσεῷος
προσζεύγνυμι
πρόσζευξις
προσζημιόω
προσζητέω
προσζωννύω
πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορητικόν
προσηγορία
προσηγορικός
προσήγορος
προσήδομαι
προσηκόντως
προσήκω
προσηλιάζομαι
View word page
πρόσηβος
near manhood
ShortDef
near manhood
Debugging
Headword:
πρόσηβος
Headword (normalized):
πρόσηβος
Headword (normalized/stripped):
προσηβος
IDX:
75536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75537
Key:
Data
{'content': 'near manhood'}