Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσεφέλκομαι
προσέχεια
προσεχής
προσεχόντως
προσέχω
προσεψία
προσέψω
προσεωλίζομαι
προσεῷος
προσζεύγνυμι
πρόσζευξις
προσζημιόω
προσζητέω
προσζωννύω
πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορητικόν
προσηγορία
προσηγορικός
προσήγορος
View word page
πρόσζευξις
obtaining, attracting

ShortDef

obtaining, attracting

Debugging

Headword:
πρόσζευξις
Headword (normalized):
πρόσζευξις
Headword (normalized/stripped):
προσζευξις
IDX:
75532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75533
Key:

Data

{'content': 'obtaining, attracting'}