Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσευχή
προσεύχομαι
προσεφάπτομαι
προσεφέλκομαι
προσέχεια
προσεχής
προσεχόντως
προσέχω
προσεψία
προσέψω
προσεωλίζομαι
προσεῷος
προσζεύγνυμι
πρόσζευξις
προσζημιόω
προσζητέω
προσζωννύω
πρόσηβος
προσηγορέω
προσηγόρημα
προσηγορητικόν
View word page
προσεωλίζομαι
become putrefied

ShortDef

become putrefied

Debugging

Headword:
προσεωλίζομαι
Headword (normalized):
προσεωλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεωλιζομαι
IDX:
75529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75530
Key:

Data

{'content': 'become putrefied'}