Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσευτελίζω
προσευφραίνω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφάπτομαι
προσεφέλκομαι
προσέχεια
προσεχής
προσεχόντως
προσέχω
προσεψία
προσέψω
προσεωλίζομαι
προσεῷος
προσζεύγνυμι
πρόσζευξις
προσζημιόω
προσζητέω
προσζωννύω
πρόσηβος
προσηγορέω
View word page
προσεψία
intercourse

ShortDef

intercourse

Debugging

Headword:
προσεψία
Headword (normalized):
προσεψία
Headword (normalized/stripped):
προσεψια
IDX:
75527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75528
Key:

Data

{'content': 'intercourse'}