Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσευσχολέω
προσευτελίζω
προσευφραίνω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφάπτομαι
προσεφέλκομαι
προσέχεια
προσεχής
προσεχόντως
προσέχω
προσεψία
προσέψω
προσεωλίζομαι
προσεῷος
προσζεύγνυμι
πρόσζευξις
προσζημιόω
προσζητέω
προσζωννύω
πρόσηβος
View word page
προσέχω
to hold to, offer

ShortDef

to hold to, offer

Debugging

Headword:
προσέχω
Headword (normalized):
προσέχω
Headword (normalized/stripped):
προσεχω
IDX:
75526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75527
Key:

Data

{'content': 'to hold to, offer'}