Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσευρίσκω
προσευσχολέω
προσευτελίζω
προσευφραίνω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφάπτομαι
προσεφέλκομαι
προσέχεια
προσεχής
προσεχόντως
προσέχω
προσεψία
προσέψω
προσεωλίζομαι
προσεῷος
προσζεύγνυμι
πρόσζευξις
προσζημιόω
προσζητέω
προσζωννύω
View word page
προσεχόντως
attentively, carefully

ShortDef

attentively, carefully

Debugging

Headword:
προσεχόντως
Headword (normalized):
προσεχόντως
Headword (normalized/stripped):
προσεχοντως
IDX:
75525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75526
Key:

Data

{'content': 'attentively, carefully'}