Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσευλογέω
προσευνάζομαι
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευσχολέω
προσευτελίζω
προσευφραίνω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφάπτομαι
προσεφέλκομαι
προσέχεια
προσεχής
προσεχόντως
προσέχω
προσεψία
προσέψω
προσεωλίζομαι
προσεῷος
προσζεύγνυμι
πρόσζευξις
View word page
προσεφέλκομαι
to draw after one besides
ShortDef
to draw after one besides
Debugging
Headword:
προσεφέλκομαι
Headword (normalized):
προσεφέλκομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεφελκομαι
IDX:
75522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75523
Key:
Data
{'content': 'to draw after one besides'}