Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσευλαβέομαι
προσευλογέω
προσευνάζομαι
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευσχολέω
προσευτελίζω
προσευφραίνω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφάπτομαι
προσεφέλκομαι
προσέχεια
προσεχής
προσεχόντως
προσέχω
προσεψία
προσέψω
προσεωλίζομαι
προσεῷος
προσζεύγνυμι
View word page
προσεφάπτομαι
to be connected with, attached to as well

ShortDef

to be connected with, attached to as well

Debugging

Headword:
προσεφάπτομαι
Headword (normalized):
προσεφάπτομαι
Headword (normalized/stripped):
προσεφαπτομαι
IDX:
75521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75522
Key:

Data

{'content': 'to be connected with, attached to as well'}