Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσευκτικός
προσευλαβέομαι
προσευλογέω
προσευνάζομαι
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευσχολέω
προσευτελίζω
προσευφραίνω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφάπτομαι
προσεφέλκομαι
προσέχεια
προσεχής
προσεχόντως
προσέχω
προσεψία
προσέψω
προσεωλίζομαι
προσεῷος
View word page
προσεύχομαι
to offer prayers

ShortDef

to offer prayers

Debugging

Headword:
προσεύχομαι
Headword (normalized):
προσεύχομαι
Headword (normalized/stripped):
προσευχομαι
IDX:
75520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75521
Key:

Data

{'content': 'to offer prayers'}