Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσευεργετέω
προσευθύνω
προσευκαιρέω
προσευκτήριον
προσευκτικός
προσευλαβέομαι
προσευλογέω
προσευνάζομαι
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευσχολέω
προσευτελίζω
προσευφραίνω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφάπτομαι
προσεφέλκομαι
προσέχεια
προσεχής
προσεχόντως
προσέχω
View word page
προσευσχολέω
give one's time to

ShortDef

give one's time to

Debugging

Headword:
προσευσχολέω
Headword (normalized):
προσευσχολέω
Headword (normalized/stripped):
προσευσχολεω
IDX:
75516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75517
Key:

Data

{'content': "give one's time to"}