Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσετοιμάζω
πρόσευγμα
προσευεργετέω
προσευθύνω
προσευκαιρέω
προσευκτήριον
προσευκτικός
προσευλαβέομαι
προσευλογέω
προσευνάζομαι
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευσχολέω
προσευτελίζω
προσευφραίνω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφάπτομαι
προσεφέλκομαι
προσέχεια
προσεχής
View word page
προσευπορέω
to provide besides

ShortDef

to provide besides

Debugging

Headword:
προσευπορέω
Headword (normalized):
προσευπορέω
Headword (normalized/stripped):
προσευπορεω
IDX:
75514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75515
Key:

Data

{'content': 'to provide besides'}