Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσέταιρος
προσετέον
προσέτι
προσετοιμάζω
πρόσευγμα
προσευεργετέω
προσευθύνω
προσευκαιρέω
προσευκτήριον
προσευκτικός
προσευλαβέομαι
προσευλογέω
προσευνάζομαι
προσευπορέω
προσευρίσκω
προσευσχολέω
προσευτελίζω
προσευφραίνω
προσευχή
προσεύχομαι
προσεφάπτομαι
View word page
προσευλαβέομαι
guard against as well

ShortDef

guard against as well

Debugging

Headword:
προσευλαβέομαι
Headword (normalized):
προσευλαβέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσευλαβεομαι
IDX:
75511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75512
Key:

Data

{'content': 'guard against as well'}